- διαιτητικοῦ
- διαιτητικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδίκαση — Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση… … Dictionary of Greek
πρυτανεύω — ΝΑ, και αττ. τ. προτανεύω και φωκ. τ. βρυτανεύω Α (στην αρχ. Αθήνα) (για φυλή ή για πρόσ.) ασκώ το αξίωμα τού πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», Θουκ. β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. είμαι πρύτανης πανεπιστημίου ή… … Dictionary of Greek
Ρενό, Λουί — (Renault, Oτέν 1843 – Παρίσι 1918). Γάλλος νομομαθής. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Ντιζόν και αργότερα του Παρισιού· από το 1881 νομικός σύμβουλος του υπουργού Εξωτερικών, μέλος του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου της Χάγης, μέλος… … Dictionary of Greek
Σεφεριάδης, Στυλιανός — Έλληνας νομομαθής (Σμύρνη 1873 Παρίσι 1951). Έπειτα από λαμπρές σπουδές στο Αιξ (Προβηγκία) και στο Παρίσι ονομάστηκε διδάκτωρ της νομικής σχολής του Παρισιού, με τη διατριβή Κριτική μελέτη περί της θεωρίας της αιτίας (1898). Κατόπιν δικηγόρησε… … Dictionary of Greek